ἀσχολῶ

ἀσχολῶ
ἀσχολέω
engage
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀσχολέω
engage
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ασχολώ — ἀσχολῶ ( έω) (Α) [άσχολος] 1. παρέχω σε κάποιον απασχόληση, εργασία, απασχολώ 2. απασχολούμαι με δικές μου υποθέσεις, εργάζομαι …   Dictionary of Greek

  • ἀσχόλῳ — ἄσχολος without leisure masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απασχολώ — (AM ἀπασχολῶ, έω) αποσπώ κάποιον από την κύρια ασχολία του νεοελλ. αναθέτω εργασία σε κάποιον αρχ. 1. παρεμποδίζω 2. επιβάλλω αλλαγή πορείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ασχολώ < άσχολος < α στερ. + σχολή «απραξία, αργία»] …   Dictionary of Greek

  • ασχόλημα — ἀσχόλημα, το (Α) [ασχολώ] απασχόληση, ασχολία …   Dictionary of Greek

  • ασχόληση — η (Μ ἀσχόλησις) [ασχολώ] ασχολία, απασχόληση μσν. 1. φροντίδα, αφοσίωση 2. στοργή 3. έρωτας …   Dictionary of Greek

  • κατασχολώ — κατασχολῶ, έω (AM) μέσ. κατασχολοῡμαι ενδιαφέρομαι, καταγίνομαι, ασχολούμαι, σπουδάζω επιμελώς γύρω από κάτι («περί τινα τῶν ἐόντων κατασχολέονται», Περικτ. στον Στοβ.) αρχ. 1. απασχολώ με κάτι, στρέφω προς κάτι («περὶ τούτου τὴν διδασκαλίαν… …   Dictionary of Greek

  • παρασχολώ — έω, ΜΑ [ασχολώ / ούμαι] μσν. μέσ. παρασχολοῡμαι, έομαι ασχολούμαι υπερβολικά, φροντίζω πολύ για μηδαμινά πράγματα αρχ. εξετάζω κάτι με πολλή φροντίδα και προσοχή («προσήκει παρασχολῆσαι τὸν λόγον», Γρηγ. Νύσσ.) …   Dictionary of Greek

  • προασχολώ — έω, ΜΑ ενασχολώ κάποιον σε κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀσχολῶ «παρέχω σε κάποιον απασχόληση, εργασία, απασχολώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσασχολώ — έω, Α 1. (ενεργ. και μέσ.) ενασχολούμαι επί πλέον 2. αναγκάζω κάποιον να προσέξει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀσχολῶ «εργάζομαι, ασχολούμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”